- κουμπώνομαι
- boutonner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κουμπώνομαι — κουμπώνομαι, κουμπώθηκα, κουμπωμένοςβλ. πίν. 4 Σημειώσεις: κουμπώνομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του κουμπώνω. Συνήθως σημαίνει → κουμπώνω το ρούχο μου ή δείχνω επιφυλακτικότητα, καχυποψία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουμπώνω — [κουμπί] 1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του 2. μέσ. κουμπώνομαι α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου … Dictionary of Greek